φασκας

φασκας
    φασκάς
    -άδος ἥ птица чирок
    

(Arst. - v. l. βοσκάς)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φασκας" в других словарях:

  • φασκάς — duck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκάς — άδος, ἡ, Α βλ. βασκάς …   Dictionary of Greek

  • φασκάδες — φασκάς duck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»